τερατολόγος

τερατολόγος
-ο / τερατολόγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα
νεοελλ.
1. αυτός έχει την τάση να λέει τερατολογίες
2. επιστήμονας βιολόγος ειδικός στην τερατολογία
αρχ.
(με παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο λέγονται θαυμαστά και παράδοξα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τερατολόγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατολόγος — α, ο αυτός που λέει τερατολογίες, παραμυθολόγος: Μην τον πιστεύεις, είναι τερατολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τερατολόγοις — τερατόλογος marvel monger masc dat pl τερατολόγος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατολόγου — τερατόλογος marvel monger masc gen sg τερατολόγος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατολόγους — τερατόλογος marvel monger masc acc pl τερατολόγος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατολόγων — τερατόλογος marvel monger masc gen pl τερατολόγος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατολόγῳ — τερατόλογος marvel monger masc dat sg τερατολόγος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατολόγε — τερατολόγος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατολόγοι — τερατολόγος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατολόγον — τερατολόγος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”