- τερατολόγος
- -ο / τερατολόγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματανεοελλ.1. αυτός έχει την τάση να λέει τερατολογίες2. επιστήμονας βιολόγος ειδικός στην τερατολογίααρχ.(με παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο λέγονται θαυμαστά και παράδοξα πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.